γερανοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γερανοφόρος η γερανοφόρα το γερανοφόρο
      γενική του γερανοφόρου της γερανοφόρας του γερανοφόρου
    αιτιατική τον γερανοφόρο τη γερανοφόρα το γερανοφόρο
     κλητική γερανοφόρε γερανοφόρα γερανοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γερανοφόροι οι γερανοφόρες τα γερανοφόρα
      γενική των γερανοφόρων των γερανοφόρων των γερανοφόρων
    αιτιατική τους γερανοφόρους τις γερανοφόρες τα γερανοφόρα
     κλητική γερανοφόροι γερανοφόρες γερανοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γερανοφόρος < γεραν(ός) + -ο- + -φόρος (<φέρω)

Επίθετο[επεξεργασία]

γερανοφόρος, -α, -ο

  1. που φέρει γερανό ή γερανούς
    γερανοφόρος εξοπλισμός λιμένος, γερανοφόρα εγκατάσταση, γερανοφόρο όχημα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]