γερμάνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γερμάνιο < (η λέξη μαρτυρείται από το 1887) νεολατινική germanium < λατινική Germania (Γερμανία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γερμάνιο ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (χημεία) χημικό στοιχείο, που ανήκει στα μεταλλοειδή, με ατομικό αριθμό 32 και χημικό σύμβολο το Ge
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γερμάνιο | ||
γενική | του | γερμανίου | ||
αιτιατική | το | γερμάνιο | ||
κλητική | γερμάνιο | |||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γερμάνιο
Κατηγορίες:
- Χημικά στοιχεία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' χωρίς πληθυντικό
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)