γερμανομαθής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γερμανομαθής < Γερμαν(ός) + -ο- + -μαθής (< θέμα μαθ- του ρήματος μαθαίνω)
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1859
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝeɾ.ma.no.maˈθis/
Επίθετο[επεξεργασία]
γερμανομαθής αρσενικό και θηλυκό, γερμανομαθές ουδέτερο
- αυτός που γνωρίζει τη γερμανική γλώσσα
- (γενικότερα) που έχει γαλουχηθεί με τη γερμανική κουλτούρα
- ≈ συνώνυμα: ο γερμανοτραφείς
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γερμανομαθής
|