γερνάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γερνάω < γερν(ώ) + -άω < γερ(άζω) με μεταπλασμό σε [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝeɾˈna.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γερ‐νά‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

γερνάω/γερνώ, πρτ.: γερνούσα, στ.μέλλ.: θα γεράσω, αόρ.: γέρασα, μτχ.π.π.: γερασμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα ρήματος

→ και δείτε τη λέξη γέροντας

→ δείτε και τις λέξεις γήρας και γηράσκω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]