γεροντισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεροντισμός οι γεροντισμοί
      γενική του γεροντισμού των γεροντισμών
    αιτιατική τον γεροντισμό τους γεροντισμούς
     κλητική γεροντισμέ γεροντισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεροντισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική gérontisme < αρχαία ελληνική γέρων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεροντισμός αρσενικό

  1. (ιατρική) η πρόωρη εμφάνιση χαρακτηριστικών γέρου σε άτομα νεαρής ηλικίας
  2. (κατ’ επέκταση) παραξενιές και ιδιοτροπίες στη συμπεριφορά ενός γέρου
  3. η αρνητική διάκριση και προκατάληψη ενάντια στην μεγάλη ηλικία ageism


Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]