Μετάβαση στο περιεχόμενο

γεροντοκόρη

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεροντοκόρη οι γεροντοκόρες
      γενική της γεροντοκόρης των γεροντοκορών
    αιτιατική τη γεροντοκόρη τις γεροντοκόρες
     κλητική γεροντοκόρη γεροντοκόρες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γεροντοκόρη < γεροντο- + κόρη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γεροντοκόρη θηλυκό

  1. (μειωτικό) η ώριμη γυναίκα που δεν έχει παντρευτεί (όχι απαραιτήτως ηλικιωμένη)
  2. (μεταφορικά) ο άνθρωπος γκρινιάρης και παράξενος

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]