γεφυρωτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεφυρωτής οι γεφυρωτές
      γενική του γεφυρωτή των γεφυρωτών
    αιτιατική τον γεφυρωτή τους γεφυρωτές
     κλητική γεφυρωτή γεφυρωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεφυρωτής < αρχαία ελληνική γεφυρωτής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεφυρωτής αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γεφυρωτής οἱ γεφυρωταί
      γενική τοῦ γεφυρωτοῦ τῶν γεφυρωτῶν
      δοτική τῷ γεφυρωτ τοῖς γεφυρωταῖς
    αιτιατική τὸν γεφυρωτήν τοὺς γεφυρωτᾱ́ς
     κλητική ! γεφυρωτᾰ́ γεφυρωταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γεφυρωτᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  γεφυρωταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεφυρωτής < γεφυρόω < γέφυρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεφυρωτής