γεφύρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεφύρι τα γεφύρια
      γενική του γεφυριού των γεφυριών
    αιτιατική το γεφύρι τα γεφύρια
     κλητική γεφύρι γεφύρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το γεφύρι της Κόνιτσας
Το γεφύρι της Πορτίτσας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεφύρι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γεφύριον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική γέφυρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝeˈfi.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐φύ‐ρι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεφύρι ουδέτερο

  1. η μικρή γέφυρα
  2. η μικρή γέφυρα με κάπως πρόχειρα υλικά ή η παλιά γέφυρα με υλικά άλλων εποχών

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]