γεφύρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεφύρωση οι γεφυρώσεις
      γενική της γεφύρωσης* των γεφυρώσεων
    αιτιατική τη γεφύρωση τις γεφυρώσεις
     κλητική γεφύρωση γεφυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γεφυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεφύρωση < γεφυρώνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεφύρωση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]