γεωλογικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γεωλογικά < γεωλογικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]γεωλογικά
- από γεωλογική άποψη
- γεωλογικά ενεργή η Σελήνη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γεωλογικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]γεωλογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γεωλογικό