γεωπονέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεωπονέω < γεωπόνος

Ρήμα[επεξεργασία]

γεωπονέω-γεωπονῶ

  • καλλιεργώ τη γη