γεωργιανά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | γεωργιανά | ||
γενική | των | γεωργιανών | ||
αιτιατική | τα | γεωργιανά | ||
κλητική | γεωργιανά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεωργιανά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γεωργιανός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεωργιανά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεωργιανά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
γεωργιανά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γεωργιανό