γεωργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεωργός οι γεωργοί
      γενική του γεωργού των γεωργών
    αιτιατική τον γεωργό τους γεωργούς
     κλητική γεωργέ γεωργοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεωργός < αρχαία ελληνική γεωργός < γεω- (γῆ) + ἔργον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝe.oɾˈɣos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεωργός αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]