γεωσύγχρονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γεωσύγχρονος, -η, -ο
- που περιφέρεται γύρω από τη Γη με την ίδια γωνιακή ταχύτητα, έτσι ώστε να παραμένει σταθερά πάνω από το ίδιο σημείο της επιφάνειας της Γης
- γεωσύγχρονος δορυφόρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεωσύγχρονος