γεωτρητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γεωτρητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την γεώτρηση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεωτρητικός
|