γεωφαγία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεωφαγία < γεω- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεωφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό
- η πρακτική του φαγώματος της γης ή χωματωδών τύπου υποστρωμάτων όπως ο πηλός και η κιμωλία (ανθρακικό ασβέστιο). Μπορεί να είναι είτε παθολογική συμπεριφορά είτε φυσιολογική ανάλογα με την περίπτωση και εμφανίζεται και σε μη-ανθρώπινους οργανισμούς.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γεω- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φαγία (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)