γεωύφασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γεωύφασμα < γεω- + ύφασμα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική geotextile)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεωύφασμα ουδέτερο
- υδατοδιαπερατό ύφασμα από διάφορα υλικά που χρησιμοποιείται σε γεωτεχνικά έργα, στην οδοποιία, στη βοτανική, την οικοδομική κ.λπ.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεωύφασμα