γεώτοπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεώτοπος οι γεώτοποι
      γενική του γεώτοπου
γεωτόπου
των γεώτοπων
γεωτόπων
    αιτιατική τον γεώτοπο τους γεώτοπους
γεωτόπους
     κλητική γεώτοπε γεώτοποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεώτοπος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική geotope < γεώ- + -τοπος < αρχαία ελληνική γῆ + τόπος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝeˈo.to.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐ώ‐το‐πος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεώτοπος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]