γεώτρηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεώτρηση οι γεωτρήσεις
      γενική της γεώτρησης* των γεωτρήσεων
    αιτιατική τη γεώτρηση τις γεωτρήσεις
     κλητική γεώτρηση γεωτρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γεωτρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεώτρηση < γεω- + αρχαία ελληνική τρῆσις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεώτρηση θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία "τρυπώντας" τη γη, δημιουργούμε ένα κατακόρυφο - με πιθανή πλάγια ή και οριζόντια κατάληξη - στενό και μεγάλου βάθους άνοιγμα με σκοπό να εντοπίσουμε και να παράγουμε υπόγεια κοιτάσματα νερού, φυσικού αερίου ή πετρελαίου
  2. ο τόπος όπου έχουμε δημιουργήσει αυτό το άνοιγμα


Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]