γεῖσον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεῖσον < ίσως από λέξη της Καρίας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεῖσον ουδέτερο και γεῖσσον

  • το τμήμα της στέγης που προεξέχει από τους τοίχους ή τις κολώνες