γηθοσύνη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γηθοσύνη < αρχαία ελληνική γηθοσύνη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γηθοσύνη θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γηθοσύνη
|
γηθοσύνη θηλυκό
|