γηθόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]γηθόμενος αρσενικό, (θηλυκό γηθομένη, ουδέτερο γηθόμενον)
- μετοχή μεσοπαθητικού ενεστώτα του ρήματος γηθέω
- → δείτε τη λέξη γηθέω
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Μετοχές με κλίση όπως το 'λυόμενος' (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'λυόμενος' (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Μετοχές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Μετοχές μεσοπαθητικού ενεστώτα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)