γηρίατρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γηρίατρος οι γηρίατροι
      γενική του/της
του
γηριάτρου
γηρίατρου
των γηριάτρων
γηρίατρων
    αιτιατική τον/τη γηρίατρο τους/τις
τους
γηριάτρους
γηρίατρους
     κλητική γηρίατρε γηρίατροι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής ενικού και αιτιατικής πληθυντικού, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «βιομήχανος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γηρίατρος < γαλλική gériatre < gériatr(ie). Μορφολογικά αναλύεται σε γηρ(αιών) + -ίατρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γηρίατρος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]