γηροκόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | γηροκόμος | οι | γηροκόμοι |
γενική | του/της | γηροκόμου | των | γηροκόμων |
αιτιατική | τον/τη | γηροκόμο | τους/τις | γηροκόμους |
κλητική | γηροκόμε | γηροκόμοι | ||
όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γηροκόμος < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική γηροκόμος [1] Συγχρονικά αναλύεται σε γηρο- + -κόμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γηροκόμος αρσενικό ή θηλυκό
- που είναι ειδικός στο να φροντίζει ηλικιωμένους ή που πάντως ασκεί αυτό το επάγγελμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία.
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γηροκόμος < γηρο- + -κόμος < γῆρας και κομέω
Επίθετο[επεξεργασία]
γηροκόμος, ος, ον
- που περιποιείται, περιθάλπει γέροντα
Πηγές[επεξεργασία]
- γηροκόμος στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «γηροκόμος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος'
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γηρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κόμος (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα γηρο- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κόμος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)