γηρύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γηρύω < γῆρυς (φωνή, λαλιά)
Ρήμα[επεξεργασία]
γηρύω ( & δωρικός τύπος γαρύω)
γηρύω < γῆρυς (φωνή, λαλιά)
γηρύω ( & δωρικός τύπος γαρύω)