γητεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γητεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γητεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
γητεμένος, -η, -ο
- που έχει γητευτεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γητεμένος
|