γιάγμα
Εμφάνιση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γιάγμα | τα | γιάγματα |
γενική | του | γιάγματος | των | γιαγμάτων |
αιτιατική | το | γιάγμα | τα | γιάγματα |
κλητική | γιάγμα | γιάγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γιάγμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γιάγμα ουδέτερο
- (ιστορία) τουρκική διαταγή λεηλασίας - λαφυραγωγίας, στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης του 1821, που χρησιμοποιήθηκε αντίστοιχα ως επιφώνημα και από Έλληνες καπετάνιους - οπλαρχηγούς και ρεΐσηδες
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- το γιάγμα, (ως σύνθημα),αποτελούσε το ισχυρότερο κίνητρο, ορμητικής εφόδου, τόσο στα σουλτανικά στρατεύματα και τους μαχητές των Ελλήνων οπλαρχηγών, όσο κυρίως των ατάκτων στρατιωτών αμφοτέρων των πλευρών που δεν άφηναν ευκαιρία ανεκμετάλλευτη.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γιάγμα
|