Μετάβαση στο περιεχόμενο

γιάτρεψα

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

γιάτρεψα

  • α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος γιατρεύω