γιάτρισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γιάτρισσα οι γιάτρισσες
      γενική της γιάτρισσας των γιατρισσών
    αιτιατική τη γιάτρισσα τις γιάτρισσες
     κλητική γιάτρισσα γιάτρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιάτρισσα < γιατρός + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γιάτρισσα θηλυκό

  1. (επάγγελμα, λαϊκό) γυναίκα γιατρός, γιατρίνα
  2. προσωνύμιο της Παναγίας
    η Παναγιά η Γιάτρισσα είναι ένα εκκλησάκι στη Μάνη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]