γιάτρισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιάτρισσα θηλυκό
- (επάγγελμα, λαϊκό) γυναίκα γιατρός, γιατρίνα
- προσωνύμιο της Παναγίας
- η Παναγιά η Γιάτρισσα είναι ένα εκκλησάκι στη Μάνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιάτρισσα
|