γιέσμαν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιέσμαν < yesman
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιέσμαν αρσενικό άκλιτο
- εκείνος που δεν λέει ποτέ όχι σε ό,τι του ζητούν άλλοι (είτε προϊστάμενοι / εργοδότες ή φίλοι)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιέσμαν
|