γιακουτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιακουτικός < Γιακουτία
Επίθετο[επεξεργασία]
γιακουτικός, -ή, -ό
- σχετικός με έναν τουρκο-μογγολικό λαό, τη γλώσσα του (γιακουτικά) και τον πολιτισμό του
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιακουτικός
→ δείτε τη λέξη γιακουτικά |