γιαουρτώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιαουρτώνω < γιαούρτι + -ώνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝa.urˈto.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: για‐ουρ‐τώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

γιαουρτώνω (παθητική φωνή: γιαουτρώνομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]