γιαούρτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γιαούρτι | τα | γιαούρτια |
γενική | του | γιαουρτιού | των | γιαουρτιών |
αιτιατική | το | γιαούρτι | τα | γιαούρτια |
κλητική | γιαούρτι | γιαούρτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιαούρτι < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική yaurti, πληθυντικός αριθμός του yaurte < οθωμανική τουρκική یوغورت (τουρκική yoğurt) < παλαιά τουρκικά yogurt < πρωτοτουρκική *jog-urt (πηγμένο γάλα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝaˈuɾ.ti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : για‐ούρ‐τι
- ομόηχο: γιαούρτη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιαούρτι ουδέτερο
- (τρόφιμο) γαλακτοκομικό παρασκεύασμα, το οποίο συχνά συσκευάζεται και διατίθεται στο εμπόριο σε κεσέδες ή γαβάθες
- ↪ η γιαγιά της ξέρει να φτιάχνει νόστιμο γιαούρτι, με παραδοσιακή συνταγή
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- γιαούρτη (θηλυκό, σπάνιο)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- όποιος καεί με τον χυλό φυσά και το γιαούρτι: όταν κάποιος γίνεται πιο προσεκτικός, μετά από πάθημα, ακόμα και σε πράγματα που δεν υπάρχει λόγος
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
γιαούρτι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τρόφιμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)