γιασεμόλαδο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γιασεμόλαδο ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γιασεμόλαδο
|
γιασεμόλαδο ουδέτερο
|