γιατρεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γιατρεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιατρεύω < αρχαία ελληνική ἰατρεύω με [ia] > [ʝa] [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʝaˈtɾe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : για‐τρεύ‐ω
Ρήμα
[επεξεργασία]γιατρεύω, αόρ.: γιάτρεψα, παθ.φωνή: γιατρεύομαι, π.αόρ.: γιατρεύτηκα, μτχ.π.π.: γιατρεμένος
- θεραπεύω έναν ασθενή, τον κάνω καλά, του δίνω την υγεία του
- (μεταφορικά) βοηθώ κάποιον να επουλώσει ένα ψυχικό τραύμα, μια συναισθηματική πληγή
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη γιατρός
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γιατρεύω | γιάτρευα | θα γιατρεύω | να γιατρεύω | γιατρεύοντας | |
β' ενικ. | γιατρεύεις | γιάτρευες | θα γιατρεύεις | να γιατρεύεις | γιάτρευε | |
γ' ενικ. | γιατρεύει | γιάτρευε | θα γιατρεύει | να γιατρεύει | ||
α' πληθ. | γιατρεύουμε | γιατρεύαμε | θα γιατρεύουμε | να γιατρεύουμε | ||
β' πληθ. | γιατρεύετε | γιατρεύατε | θα γιατρεύετε | να γιατρεύετε | γιατρεύετε | |
γ' πληθ. | γιατρεύουν(ε) | γιάτρευαν γιατρεύαν(ε) |
θα γιατρεύουν(ε) | να γιατρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γιάτρεψα | θα γιατρέψω | να γιατρέψω | γιατρέψει | ||
β' ενικ. | γιάτρεψες | θα γιατρέψεις | να γιατρέψεις | γιάτρεψε | ||
γ' ενικ. | γιάτρεψε | θα γιατρέψει | να γιατρέψει | |||
α' πληθ. | γιατρέψαμε | θα γιατρέψουμε | να γιατρέψουμε | |||
β' πληθ. | γιατρέψατε | θα γιατρέψετε | να γιατρέψετε | γιατρέψτε | ||
γ' πληθ. | γιάτρεψαν γιατρέψαν(ε) |
θα γιατρέψουν(ε) | να γιατρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γιατρέψει | είχα γιατρέψει | θα έχω γιατρέψει | να έχω γιατρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις γιατρέψει | είχες γιατρέψει | θα έχεις γιατρέψει | να έχεις γιατρέψει | έχε γιατρεμένο | |
γ' ενικ. | έχει γιατρέψει | είχε γιατρέψει | θα έχει γιατρέψει | να έχει γιατρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε γιατρέψει | είχαμε γιατρέψει | θα έχουμε γιατρέψει | να έχουμε γιατρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε γιατρέψει | είχατε γιατρέψει | θα έχετε γιατρέψει | να έχετε γιατρέψει | έχετε γιατρεμένο | |
γ' πληθ. | έχουν γιατρέψει | είχαν γιατρέψει | θα έχουν γιατρέψει | να έχουν γιατρέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) γιατρεμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) γιατρεμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) γιατρεμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) γιατρεμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γιατρεύομαι | γιατρευόμουν(α) | θα γιατρεύομαι | να γιατρεύομαι | ||
β' ενικ. | γιατρεύεσαι | γιατρευόσουν(α) | θα γιατρεύεσαι | να γιατρεύεσαι | ||
γ' ενικ. | γιατρεύεται | γιατρευόταν(ε) | θα γιατρεύεται | να γιατρεύεται | ||
α' πληθ. | γιατρευόμαστε | γιατρευόμαστε γιατρευόμασταν |
θα γιατρευόμαστε | να γιατρευόμαστε | ||
β' πληθ. | γιατρεύεστε | γιατρευόσαστε γιατρευόσασταν |
θα γιατρεύεστε | να γιατρεύεστε | (γιατρεύεστε) | |
γ' πληθ. | γιατρεύονται | γιατρεύονταν γιατρευόντουσαν |
θα γιατρεύονται | να γιατρεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γιατρεύτηκα | θα γιατρευτώ | να γιατρευτώ | γιατρευτεί | ||
β' ενικ. | γιατρεύτηκες | θα γιατρευτείς | να γιατρευτείς | γιατρέψου | ||
γ' ενικ. | γιατρεύτηκε | θα γιατρευτεί | να γιατρευτεί | |||
α' πληθ. | γιατρευτήκαμε | θα γιατρευτούμε | να γιατρευτούμε | |||
β' πληθ. | γιατρευτήκατε | θα γιατρευτείτε | να γιατρευτείτε | γιατρευτείτε | ||
γ' πληθ. | γιατρεύτηκαν γιατρευτήκαν(ε) |
θα γιατρευτούν(ε) | να γιατρευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γιατρευτεί | είχα γιατρευτεί | θα έχω γιατρευτεί | να έχω γιατρευτεί | γιατρεμένος | |
β' ενικ. | έχεις γιατρευτεί | είχες γιατρευτεί | θα έχεις γιατρευτεί | να έχεις γιατρευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει γιατρευτεί | είχε γιατρευτεί | θα έχει γιατρευτεί | να έχει γιατρευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γιατρευτεί | είχαμε γιατρευτεί | θα έχουμε γιατρευτεί | να έχουμε γιατρευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε γιατρευτεί | είχατε γιατρευτεί | θα έχετε γιατρευτεί | να έχετε γιατρευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γιατρευτεί | είχαν γιατρευτεί | θα έχουν γιατρευτεί | να έχουν γιατρευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι γιατρεμένος - είμαστε, είστε, είναι γιατρεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν γιατρεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν γιατρεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι γιατρεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι γιατρεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι γιατρεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι γιατρεμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ γιατρεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γιατρεύω < ἰατρεύω (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἰατρεύω με [ia] > [ʝa] [1]
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη γιατρός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ γιατρεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- γιατρεύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)