γιαχνί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιαχνί < (άμεσο δάνειο) τουρκική yahni < περσική يخنى (yahnī)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιαχνί ουδέτερο άκλιτο
- φαγητό με λαχανικά μαγειρεμένα με σάλτσα ντομάτα (και τσιγαριστό κρεμμύδι)
- φάγαμε πατάτες γιαχνί
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)