γιγνώσκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | γιγνώσκω | γιγνώσκομαι |
Παρατατικός | ἐγίγνωσκον | ἐγιγνωσκόμην |
Μέλλοντας | γνώσομαι | γνωσθήσομαι |
Αόριστος | ἔγνων | ἐγνώσθην |
Παρακείμενος | ἔγνωκα | ἔγνωσμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐγνώκειν | ἐγνώσμην |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γιγνώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵiǵneh₃- < θέμα γνω- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃- (ξέρω, γνωρίζω) με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό και πρόσφυμα -σκ-· με μετάπτωση, το ασθενές θέμα γνο-). Δείτε και γνῶσις.
Ρήμα
[επεξεργασία]γιγνώσκω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
γνω-
γνω-
Σύνθετα
[επεξεργασία]- ἀναγιγνώσκω
- καταγιγνώσκω
- διαγιγνώσκω
- μεταγιγνώσκω
- ἐπιγιγνώσκω
- παραγιγνώσκω
- προγιγνώσκω
- συγγιγνώσκω
- αὐτογνώμων
- αὐτόγνωτος
- βαθυγνώμων
- βραχυγνώμων
- ἐγγιγνώσκω
- ἀγνοέω
- γνωμοδοτέω
- γνωμολογέω
- γνωμοτύπος
- γνωμοφλυακέω
- ἀγνώμων
- ἀγνώς
- ἄγνωτος
- διγνώμων
- ἰδιογνώμων
- δουλογνώμων
- ὑδρογνώμων
- ἡδυγνώμων
- δυσγνώμων
- δύσγνωστος
- διχογνώμων
- εὐγνώμων
- εὔγνωστος
- εὐθύγνωμος
- θεόγνωστος
- καρδιογνώστης
- καταγνοέω
- κακογνώμων
- καλογνώμων
- ὀλιγογνώμων
- λειπογνώμων
- λεπτογνώμων
- λιθογνώμων
- ὀλισθογνωμονέω
- ἀλλογνοέω
- ἀλλογνώμων
- ἀλλογνώς
- ἀλλόγνωτος
- μεγαλογνώμων
- μικρογνωμοσύνη
- μαλακογνώμων
- ὁμογνώμων
- μοιρογνωμόνιον
- μονογνώμων
- ἀμφιγνοέω
- ἀμφοτερογνώμων
- ἐναντιογνώμων
- νοσογνωμονικός
- οὐρανογνώμων
- παθογνωμονικός
- ἀπογιγνώσκω
- πολυγνώμων
- πολύγνωτος
- ἱππογνώμων
- προβατογνώμων
- προσγιγνώσκω
- πασίγνωστος
- ἀργυρογνώμων
- ὀρθογνώμων
- ἀριγνώς
- ἀρίγνωτος
- ὀρνιθογνώμων
- ὡρογνωμονέω
- ἀρτίγνωστος
- Σεβαστόγνωστος
- σκληρογνώμων
- ἰσχυρογνώμων
- ἑτερογνώμων
- τοιουτογνώμων
- φυσιογνώμων
- ἑχετογνώμονες
- ὑψηλογνώμων
Πηγές
[επεξεργασία]- γιγνώσκω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- γιγνώσκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γιγνώσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Σελίδες για μορφοποίηση
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)