γιδοστέφανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιδοστέφανο ουδέτερο (και ο γιδοστέφανος (el) αρσενικό)
γιδοστέφανο ουδέτερο (και ο γιδοστέφανος (el) αρσενικό)