Μετάβαση στο περιεχόμενο

γινόμενος

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γινόμενος γινομένη τὸ γινόμενον
      γενική τοῦ γινομένου τῆς γινομένης τοῦ γινομένου
      δοτική τῷ γινομέν τῇ γινομέν τῷ γινομέν
    αιτιατική τὸν γινόμενον τὴν γινομένην τὸ γινόμενον
     κλητική ! γινόμενε γινομένη γινόμενον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γινόμενοι αἱ γινόμεναι τὰ γινόμεν
      γενική τῶν γινομένων τῶν γινομένων τῶν γινομένων
      δοτική τοῖς γινομένοις ταῖς γινομέναις τοῖς γινομένοις
    αιτιατική τοὺς γινομένους τὰς γινομένᾱς τὰ γινόμεν
     κλητική ! γινόμενοι γινόμεναι γινόμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γινομένω τὼ γινομέν τὼ γινομένω
      γεν-δοτ τοῖν γινομένοιν τοῖν γινομέναιν τοῖν γινομένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

[επεξεργασία]

γινόμενος, -η, -ον

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]