γιοκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γιοκ < (άμεσο δάνειο) τουρκική yok < παλαιά τουρκικά yok < πρωτοτουρκική *yōk / *jōk (καθόλου, τίποτα)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʝok/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γιοκ
Επίρρημα
[επεξεργασία]γιοκ άκλιτο
- (λαϊκότροπο, προφορικό, ειρωνικό) καθόλου, τίποτα, όχι
- Δύο δουλειές και διακοπές γιοκ για τους Γερμανούς. Ο μύθος του «γερμανικού θαύματος», όπου η ισχυρή οικονομία ωφελεί όλους τους πολίτες, δεν αντέχει απέναντι στα στοιχεία που δημοσιεύονται τακτικά. Με τους ονομαστικούς μισθούς παγωμένους επί μια δεκαετία, το πραγματικό (μετά τον πληθωρισμό) διαθέσιμο εισόδημα των Γερμανών έχει μειωθεί σημαντικά. (*)
Επιφώνημα
[επεξεργασία]γιοκ άκλιτο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοτουρκική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)