γιορτάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝoɾˈta.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γιορ‐τά‐σει
ομόηχο: γιορτάσι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

γιορτάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γιορτάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γιορτάζω
  3. θα γιορτάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γιορτάζω