γιουλτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιουλτζής αρσενικό
- (ιδιωματικό) άλλη μορφή του γιολτζής
- Ἄ! δὲν σᾶς εἶπα καὶ γιὰ ἕνα γιουλτζὴ ποὺ πῆρα ἀπ᾽ τὸ Βόλο, εἶπε. Ἐπῆρες κανέναν ἐπιβάτη ἀπ᾽ τὸ Βόλο; ἠρώτησεν εἷς τῶν φίλων του. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Αμερικάνος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιουλτζής
|