γιουργιάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γιουργιάρω < γιούργι(α) (γιούρια) + -άρω
Ρήμα
[επεξεργασία]γιουργιάρω
- (ιδιωματικό) ορμάω, βάζω κάτι κάπου κάνοντας προσπάθεια
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | γιουργιάρω | γιούργιαρα | θα γιουργιάρω | να γιουργιάρω | γιουργιάροντας | |
β' ενικ. | γιουργιάρεις | γιούργιαρες | θα γιουργιάρεις | να γιουργιάρεις | γιούργιαρε | |
γ' ενικ. | γιουργιάρει | γιούργιαρε | θα γιουργιάρει | να γιουργιάρει | ||
α' πληθ. | γιουργιάρουμε | γιουργιάραμε | θα γιουργιάρουμε | να γιουργιάρουμε | ||
β' πληθ. | γιουργιάρετε | γιουργιάρατε | θα γιουργιάρετε | να γιουργιάρετε | γιουργιάρετε | |
γ' πληθ. | γιουργιάρουν(ε) | γιούργιαραν γιουργιάραν(ε) |
θα γιουργιάρουν(ε) | να γιουργιάρουν(ε) |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γιουργιάρω
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 440.