γιουσουρούμ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιουσουρούμ < ίσως από την πιάτσα των Εβραίων στα παλιατζίδικα του κέντρου της Αθήνας (το ρουμ στα τουρκικά ήταν ο Ρωμηός, ο Έλληνας), ίσως και επώνυμο Εβραίου παλαιοπώλη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γιουσουρούμ ουδέτερο άκλιτο

  1. το κέντρο της Αθήνας με παλιατζίδικα
  2. χαρακτηρισμός για κάτι παλιό, άχρηστο, άνευ αξίας
    Είναι για το γιουσουρούμ.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]