γιουχαϊσμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γιουχαϊσμός οι γιουχαϊσμοί
      γενική του γιουχαϊσμού των γιουχαϊσμών
    αιτιατική τον γιουχαϊσμό τους γιουχαϊσμούς
     κλητική γιουχαϊσμέ γιουχαϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιουχαϊσμός < γιουχαΐζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γιουχαϊσμός αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]