γιούκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιούκα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γιούκα ουδέτερο άκλιτο

  • καλλωπιστικό φυτό με κορμό ξυλώδη και μακρυά φύλλα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]