γιούρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γιούρια < (άμεσο δάνειο) τουρκική yürü (προστακτική τού yürümek: προχωρώ, περπατώ) + ya (λοιπόν)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γιούρια θηλυκό, μόνο στον ενικό άκλιτο

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η γιούρια 
      γενική της γιούρια 
    αιτιατική τη γιούρια 
     κλητική γιούρια 
ΑΚΛΙΤΟ
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

γιούρια!

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • επιφώνημα που δείχνει, συνήθως, ενθουσιασμό και όχι παρότρυνση με επιθετικές προθέσεις

Εκφράσεις

[επεξεργασία]