γιούρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γιούρια < (άμεσο δάνειο) τουρκική yürü (προστακτική τού yürümek: προχωρώ, περπατώ) + ya (λοιπόν)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γιούρια θηλυκό, μόνο στον ενικό άκλιτο
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γιούρια | ||
γενική | της | γιούρια | ||
αιτιατική | τη | γιούρια | ||
κλητική | γιούρια | |||
ΑΚΛΙΤΟ | ||||
όπως «άκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- η έφοδος
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γιούρια
|
Επιφώνημα
[επεξεργασία]γιούρια!
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- επιφώνημα που δείχνει, συνήθως, ενθουσιασμό και όχι παρότρυνση με επιθετικές προθέσεις
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)