γιωταχής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιωταχής < γιωταχί (από το αρκτικόλεξο Ι.Χ.) γιωταχ- + κατάληξη -ής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝo.taˈçis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γιω‐τα‐χής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιωταχής αρσενικό
- (προφορικό) ο οδηγός ή ο κάτοχος αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης (Ι.Χ.) και όχι ο οδηγός επαγγελματικού [όχημα|οχήματος]]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιωταχής
|