γιόγκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιόγκα < (άμεσο δάνειο) αγγλική yoga < σανσκριτική योग[1] (από ρίζα που σημαίνει ζευγνύω για τα ζώα στους αγρούς. Επίσης, ένωση ψυχής και σώματος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιόγκα θηλυκό άκλιτο
- (ινδουισμός, βουδισμός) ινδικό φιλοσοφικό και θρησκευτικό ρεύμα που αφορά ασκήσεις σωματικές ή διανοητικές
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
γιόγκα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ γιόγκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ινδουισμός (νέα ελληνικά)
- Βουδισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)