γιόλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γιόλο < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: YOLO, yolo
Επιφώνημα[επεξεργασία]
γιόλο
- (αργκό), αρκτικόλεξο ζεις μόνο μια φορά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γιόλο ουδέτερο άκλιτο
- καλοπερασάκιας, ακρατής, που προβάλλει παράλληλα ως ηθικό έρεισμα και αξία το δικαίωμα στην ακραία καλοπέραση και τα άσκοπα ρίσκα
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Η λέξη γράφεται σχεδόν πάντα με λατινικούς χαρακτήρες YOLO ή yolo
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γιόλο
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιφωνήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αρκτικόλεξα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)